Μια φορά και έναν καιρό η γη αρρώστησε βαριά. Αν έβαζε κάποιος στα σπλάχνα της ΄να θερμόμετρο θα ανέβαινε στους 50 βαθμούς!
Η καημένη η γη! Έβηχε τραντάζοντας τους βράχους που και αυτοί με την σειρά τους παράσερναν στο διάβα τους ότι έβρισκαν. Από τον μεγάλο πυρετό κουράστηκε να γυρίζει κι έτσι έμεινε ασάλευτη στο απέραντο διάστημα.
Η καημένη η γη! Έβηχε τραντάζοντας τους βράχους που και αυτοί με την σειρά τους παράσερναν στο διάβα τους ότι έβρισκαν. Από τον μεγάλο πυρετό κουράστηκε να γυρίζει κι έτσι έμεινε ασάλευτη στο απέραντο διάστημα.
Τότε οι άνθρωποι παραξενεμένοι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί. Διότι οι μισοί βασίλευαν την μέρα, και οι άλλοι μισοί σε μια απέραντη νύχτα. Τα χιόνια έλιωσαν, τα νερά φούσκωσαν, τα ποτάμια έπνιξαν τα ζώα και τα φυτά, αφήνοντας στο πέρασμά τους μια πηχτή λάσπη. Άρχισε τότε να μυρίζει άσχημα παντού και μια σαπίλα έβγαινε από το σώμα της γης. Γιατί όμως κατάντησε έτσι η γη; Τι της κάνανε;
Ο Ήλιος που ήταν παιδικός της φίλος έστειλε τις ζεστές του ακτίνες μήπως την κάνει καλά αλλά δυστυχώς η γη δεν σάλευε. Έστεκε λοιπόν κοντά της λυπημένος, προσπαθώντας να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει ώστε να την βοηθήσει. Σκέφτηκε λοιπόν να φωνάξει τους καλύτερους γιατρούς. Φώναξε, ένα κάτασπρο περιστέρι και έδεσε στο λαιμό του το επείγον μήνυμα. Εκείνο, πετώντας γρήγορα έφτασε στους γιατρούς. Εκείνοι αποφάσισαν να την εξετάσουν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το πελώριο κρεβάτι της.
- Πω ! πω! Πίεση! Είπε ο ένας.
- Τεράστια θερμοκρασία! Έλεγε ο άλλος.
- Σφυγμοί χαμηλοί! Είπε ένας τρίτος.
- H γη πεθαίνει! Είπαν όλοι μαζί.
- Κάντε κάτι! Φώναξαν οι άρχοντες πανικόβλητοι. Τι θα γίνουν οι περιουσίες μας, το πετρέλαιο, τα λεφτά μας, τα εργοστάσια;
- Δυστυχώς, απάντησαν οι γιατροί, η γη μας δεν μπορεί να γίνει καλά, διότι όλα αυτά, της αρρώστησαν. Μολύνατε τις θάλασσες, τον αέρα, την φορτώσατε με χιλιάδες αυτοκίνητα, και από το βάρος λύγισε. Κάψατε τα δάση, έχασε το οξυγόνο της, γεμίσατε το σώμα της πληγές, σκάψατε τα σωθικά της, φτιάχνοντας υπόγειους δρόμους, καθημερινά, την ζαλίσατε, και το χειρότερο είναι ότι δέχεστε στο σώμα της καθημερινά ανθρώπους, που άλλοτε ήτανε χαρούμενοι, μα τώρα δεν υπάρχουν πια, διότι εσείς τους σκοτώσατε με τους πολέμους που κάντε μεταξύ σας. Και τα παιδιά;Δεν έχετε χρόνο να κάνετε παιδιά. Να κυλιστούν στο χορτάρι, να τραγουδήσουν μέσα στα δάση της, ώστε η χαρά τους να γίνει και δική σας χαρά. Ε λοιπόν, συνέχισαν οι γιατροί, η γη σας βαρέθηκε και αποφάσισε να πεθάνει!
Έτσι είπαν οι γιατροί κι έφυγαν λυπημένοι.
Οι μεγάλοι άρχοντες κοιτάχτηκαν βουβοί και άρχισαν να ρίχνουν ευθύνες ο ένας στον άλλον.
Όμως το θαύμα το έκανε πάλι ο καλός μας ο Θεός. Αφού πρώτα τους άφησε να καταλάβουν το λάθος τους, έστειλε ένα μικρό, αδύνατο παιδάκι, που σκαρφάλωσε πάνω στο πελώριο κρεβάτι της γης και με δάκρυα στα ματάκια του την παρακάλεσε να ζήσει. Να ζήσει για κείνο και όλα τα υπόλοιπα παιδάκια. Της υποσχέθηκε πως όταν μεγαλώσει θα τα διορθώσει όλα.
Έτσι έγινε το θαυμα.
Όπου έπεφταν τα δάκρυα κλείνανε οι πληγές της γης και στη θέση τους φύτρωναν αμυγδαλιές, πασχαλιές και τριανταφυλλιές. Μοσχοβόλησε ο τόπος, η γη άνοιξε τα μάτια της, ο πυρετός έφυγε.
Ο Ήλιος που ήταν παιδικός της φίλος έστειλε τις ζεστές του ακτίνες μήπως την κάνει καλά αλλά δυστυχώς η γη δεν σάλευε. Έστεκε λοιπόν κοντά της λυπημένος, προσπαθώντας να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει ώστε να την βοηθήσει. Σκέφτηκε λοιπόν να φωνάξει τους καλύτερους γιατρούς. Φώναξε, ένα κάτασπρο περιστέρι και έδεσε στο λαιμό του το επείγον μήνυμα. Εκείνο, πετώντας γρήγορα έφτασε στους γιατρούς. Εκείνοι αποφάσισαν να την εξετάσουν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το πελώριο κρεβάτι της.
- Πω ! πω! Πίεση! Είπε ο ένας.
- Τεράστια θερμοκρασία! Έλεγε ο άλλος.
- Σφυγμοί χαμηλοί! Είπε ένας τρίτος.
- H γη πεθαίνει! Είπαν όλοι μαζί.
- Κάντε κάτι! Φώναξαν οι άρχοντες πανικόβλητοι. Τι θα γίνουν οι περιουσίες μας, το πετρέλαιο, τα λεφτά μας, τα εργοστάσια;
- Δυστυχώς, απάντησαν οι γιατροί, η γη μας δεν μπορεί να γίνει καλά, διότι όλα αυτά, της αρρώστησαν. Μολύνατε τις θάλασσες, τον αέρα, την φορτώσατε με χιλιάδες αυτοκίνητα, και από το βάρος λύγισε. Κάψατε τα δάση, έχασε το οξυγόνο της, γεμίσατε το σώμα της πληγές, σκάψατε τα σωθικά της, φτιάχνοντας υπόγειους δρόμους, καθημερινά, την ζαλίσατε, και το χειρότερο είναι ότι δέχεστε στο σώμα της καθημερινά ανθρώπους, που άλλοτε ήτανε χαρούμενοι, μα τώρα δεν υπάρχουν πια, διότι εσείς τους σκοτώσατε με τους πολέμους που κάντε μεταξύ σας. Και τα παιδιά;Δεν έχετε χρόνο να κάνετε παιδιά. Να κυλιστούν στο χορτάρι, να τραγουδήσουν μέσα στα δάση της, ώστε η χαρά τους να γίνει και δική σας χαρά. Ε λοιπόν, συνέχισαν οι γιατροί, η γη σας βαρέθηκε και αποφάσισε να πεθάνει!
Έτσι είπαν οι γιατροί κι έφυγαν λυπημένοι.
Οι μεγάλοι άρχοντες κοιτάχτηκαν βουβοί και άρχισαν να ρίχνουν ευθύνες ο ένας στον άλλον.
Όμως το θαύμα το έκανε πάλι ο καλός μας ο Θεός. Αφού πρώτα τους άφησε να καταλάβουν το λάθος τους, έστειλε ένα μικρό, αδύνατο παιδάκι, που σκαρφάλωσε πάνω στο πελώριο κρεβάτι της γης και με δάκρυα στα ματάκια του την παρακάλεσε να ζήσει. Να ζήσει για κείνο και όλα τα υπόλοιπα παιδάκια. Της υποσχέθηκε πως όταν μεγαλώσει θα τα διορθώσει όλα.
Έτσι έγινε το θαυμα.
Όπου έπεφταν τα δάκρυα κλείνανε οι πληγές της γης και στη θέση τους φύτρωναν αμυγδαλιές, πασχαλιές και τριανταφυλλιές. Μοσχοβόλησε ο τόπος, η γη άνοιξε τα μάτια της, ο πυρετός έφυγε.
- εντάξει θα ζήσω, είπε η γη με βροντερή χαρούμενη φωνή. Θα ζήσω μόνο για σας! Για σας τα παιδιά! Μα να θυμάστε την υπόσχεσή σας, συνέχισε γλυκά.
Και ξανάρχισε να στροβιλίζεται στο σύμπαν!
Ατιγραφή από το blog JK O SKROUTZAKOS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου