Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

ΕΚΘΕΣΗ ΠΑΡΑΠΟΝΗΜΕΝΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΓΙΑ ΤΕΣ ΣΥΖΥΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ




Προς γεναίκαν!

Τον χρόνον που επέρασεν, επάσκησα να κάμω μιτά σου< την δουλειάν >365 φορές. Εκατάφερα 18! Δηλαδή πάνω-κάτω μιάν κάθε είκοσι μέρες!

Τες 347 εν τα εκατάφερα επειδή:

. 45 φορές ήσουν ποσταμένη (παντές τζι είπα σου να τσαππίσεις)
. 39 φορές δεν είσιες διάθεση
. 37 φορές ήσουν «πιασμένη»
. 35 φορές είσιες στενοχώρια
. 24 φορές επόνες την τζιεφαλήν σου
. 23 φορές επύρωνες (εβάλαμεν σου τζιαι έαρκοντίσιον!)
. 19 φορές είπες ότι ενύσταζες
. 18 φορές έπρεπεν να σηκωστείς πρωϊν
. 10 φορές τα σεντόνια ήταν καθαρά τζι έν έθελες να ξιμαρίσουν
. 9 φορές εφοάσουν ότι εν να μας ακούσει η μάνα σου(ζιεί τρία φλάτ που κάτω μας)
. 8 φορές εφοάσουν αμπα τζι ακούση μας ο γείτονας
. 5 φορές εφοάσουν αμπα τζιαι ξυπνήσουμεν το μωρό
. 5 φορές ήσουν αναστατωμένη γιατί ο.....
. 5 φορές έκαμες πως εν άκουσες
. 5 φορές εν έθελες να χαλάσεις το μαλλί σου που ήτουν του κομμωτηρίου
. 5 φορές έκρουσες που τον ήλιον τζι επόνες την ράσσιην σου
. 4 φορές εδκιάβαζες ''Αρλεκιν'' τζι έβαλες τα κλάματα
. 16 φορές είπες μου ''Μα σήμερα;''
. 14 φορές είπες μου ''Μα τωρά;''
. 12 φορές είπες μου ''Μα πάλαι;''

Τες 18 φορές που εδέχτηκες,< η δουλειά> εν ήτουν ''σόϊν'', γιατί:

. 1 φοράν εφοήθηκα πως εχτύπησα σε γιατί άκουσά σε τζιαι εκούγκας
. 2 φορές εδιάκοψες για να λιμάρεις το νύσιην του ποδκιού σου που εκοράκαν πάς το σεντόνιν.
. 3 φορές εσκέφτηκα να σε ξυπνήσω να σου πώ.. ετέλειωσα!!
. 3 φορές είδες ραϊσματα πάνω στο ταβάνιν τζι αθυμήθηκες πως θέλει βάψιμον
. 4 φορές εκόλλησες πας την καρκόλαν τζι εν ετάρασσες
. 5 φορές είπες μου ''Χάτε τέλειωνε'' τζιε είσες παράπονον που μετά εν είχα όρεξην να συνεχίσω.

Τωρά ρωτώ σε..
ΕΝΝΑ ΦΤΑΙΩ ΕΓΙΩ ΑΝ ΠΑΩ ΜΕ ΡΩΣΙΔΕΣ;;;;;





Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Επιτέλους...φτωχοί!

Του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ


...Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών
αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες
πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η
ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια
πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως
ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω
γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να
γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας
και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το
τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην
τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή
παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία
παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου»,
των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και
το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές
διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ
και της Ναόμι Κάμπελ.

Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα
βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας . Να ξετρελαθούμε
από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που
κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν
αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα
δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του
χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού.

Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι
ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να
προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες
λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την
πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της
εξαίρετης φτώχειας μας .

Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα
δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα
πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να
απαγορευτεί δια ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν
σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και
οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο
μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων
μας . Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι
ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της
περήφανης ανέχειας..

Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των
παιδιών.

Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της
ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που
υπαινίσσονται οι στατιστικές.

Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον
Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που
σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν
με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας
δισταγμός.. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και
κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή
μας ψυχοπάθεια.. ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο
Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ'
τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το
«ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα;
ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται
να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιός θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της
καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι
τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...

Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν
παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους
τριτοκοσμικούς..

Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά
Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών.
Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο
μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να
κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της
πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή
νομίζω πως θα μας πείσει... ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων
μαζί μας.



Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΘΑΥΜΑΤΑ


Αποφασίζει κάποτε ο Χριστός να κατέβει στη γη, να δεί πώς είναι τα πράγματα κάτω.

Μπαίνει σε ένα μπαρ, κάθεται και δίπλα του κάθονται και τα πίνουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας. Ο Χριστός δεν πίνει τίποτα. Μετά από λίγο, τον κοιτάει ο Γερμανός, και λέει στον μπάρμαν:

- Δώσε μια μπύρα από μένα στο παιδί που κάθεται εκεί, κρίμα είναι και φαίνεται να διψάει.
Δίνει λοιπόν ο μπάρμαν μια μπύρα στον Χριστό και την πίνει.

Μετά από λίγο, κοιτάει τον Χριστό ο Γάλλος, φωνάζει τον μπάρμαν και του λέει:
- Δώσε ένα μπουκάλι κρασί στο παιδί εκεί, κρίμα είναι να κάθεται έτσι μόνος του και να μην πίνει τίποτα. Εγώ κερνάω.

Πάει λοιπόν ο μπάρμαν στον Χριστό το μπουκάλι το κρασί κι αυτός το πίνει. Δεν περνάει λίγη ώρα, φωνάζει κι ο Έλληνας τον μπάρμαν και του λέει:

- Κέρνα από μένα το παιδί που κάθεται εκεί, ένα καραφάκι ούζο και πήγαινέ του κι ένα περιποιημένο μεζέ, γιατί σαν να φαίνεται πεινασμένος.

Πηγαίνει λοιπόν την παραγγελία ο μπάρμαν στον Χριστό. Κάποια στιγμή σηκώνεται ο Χριστός πλησιάζει τον Γερμανό, τον ακουμπάει στον ώμο. Τινάζεται τότε εκείνος και γεμάτος έκπληξη του λέει:
- Χριστέ μου, εσύ είσαι!
- Πώς με κατάλαβες; απορεί ο Χριστός.
- Αφού μόλις με ακούμπησες, μου πέρασαν τα αρθριτικά μου.

Πλησιάζει τότε ο Χριστός τον Γάλλο και καθώς τον ακουμπάει στον ώμο, αυτός τινάζεται, τον κοιτάζει και του λέει:
- Χριστέ μου, είσαι στα αλήθεια εσύ!
- Μα καλά πώς με αναγνώρισες; Απορεί ο Χριστός.
- Μόλις με άγγιξες, μου πέρασε το άσθμα που με ταλαιπωρούσε χρόνια!

Πλησιάζει τέλος ο Χριστός και τον Έλληνα. Πάει να τον ακουμπήσει, τραβιέται ο Έλληνας.
- Μα καλά τι έπαθες; ρωτά ο Χριστός.
- Χριστέ μου, του λέει ο Έλληνας, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω μπροστά μου, αλλά χειρονομίες από σένα δεν θέλω...


Είδα κι έπαθα να βγάλω την .........αναπηρική σύνταξη!

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ





Το Βαρόµετρο - Πανεπιστήµιο της Κοπεγχάγης

Το κείµενο που ακολουθεί αφορά µια ερώτηση που ήταν θέµα σε εξετάσεις Φυσικής στο Πανεπιστήµιο της Κοπεγχάγης:

«Να περιγράψετε πώς µπορούµε να µετρήσουµε το ύψος ενός ουρανοξύστη χρησιµοποιώντας ένα ßαρόµετρο».

Ένας φοιτητής απάντησε: «Δένετε ένα µακρύ σπάγγο στο λαιµό του ßαρόµετρου και στη
συνέχεια κατεßάζετε το ßαρόµετρο από τη ταράτσα µέχρι να εγγίζει το έδαφος. Το ύψος
του κτιρίου θα ισούται µε το µήκος το νήµατος συν το µήκος του ßαρόµετρου».

Αυτή η πρωτότυπη απάντηση εξόργισε τόσο τον εξεταστή, ώστε αυτός έκοψε το φοιτητή στο συγκεκριµένο µάθηµα. Ο φοιτητής προσέφυγε στις αρχές του Πανεπιστηµίου, ισχυριζόµενος ότι η απάντησή του ήταν αναµφίßολα σωστή και ότι αδίκως κόπηκε.

Το Πανεπιστήµιο όρισε έναν άλλο εξεταστή να διερευνήσει το θέµα και να αποφασίσει εάν έπρεπε να κοπεί ο φοιτητής ή όχι. Ο κριτής αυτός θεώρησε ότι η απάντηση που δόθηκε ήταν πράγµατι σωστή, αλλά δεν φανέρωνε καµία αξιοσηµείωτη γνώση Φυσικής.

Για να διαλευκανθεί τελείως το θέµα, αποφασίστηκε να καλέσουν το φοιτητή και να
του αφήσουν έξι λεπτά, µέσα στα οποία αυτός θα έπρεπε να δώσει µια προφορική απάντηση που να µην είναι τόσο απλοϊκή, αλλά να δείχνει κάποια εξοικείωση µε τις ßασικές αρχές της Φυσικής.

Για πέντε λεπτά ο φοιτητής έµενε σιωπηλός, ßαθιά απορροφηµένος στις σκέψεις του. Ο
εξεταστής του θύµισε ότι ο χρόνος τελειώνει και ο φοιτητής απάντησε ότι είχε
στο µυαλό του µερικές ιδιαίτερα σχετικές απαντήσεις, αλλά δε µπορούσε να αποφασίσει ποια να χρησιµοποιήσει. Στην προτροπή να ßιαστεί, απάντησε ως εξής:

«Κατ' αρχήν, θα µπορούσαµε να ανεßάσουµε το ßαρόµετρο στην ταράτσα του ουρανοξύστη, να το αφήσουµε να πέσει και να µετρήσουµε το χρόνο που κάνει µέχρι να φτάσει στο έδαφος.
Το ύψος του κτιρίου µπορεί να υπολογιστεί τότε από τον τύπο: H=(gt 2)/2. Όµως, δε θα το συνιστούσα γιατί θα ήταν κρίµα για το ßαρόµετρο».

«Μια άλλη εναλλακτική απάντηση» είπε οφοιτητής «είναι η εξής: Εάν υπάρχει
ηλιοφάνεια, θα µπορούσαµε να µετρήσουµε το ύψος του ßαρόµετρου, να το στήσουµε όρθιο στο έδαφος και µετά να µετρήσουµε του µήκος της σκιάς του.

Στη συνέχεια µετρούµε το µήκος της σκιάς του ουρανοξύστη, και µε απλό τρόπο
µπορούµε να υπολογίσουµε το πραγµατικό ύψος του ουρανοξύστη µε αριθµητική
αναλογία».

«Αλλά, εάν θα θέλατε να αντιµετωπίσετε το θέµα µε ιδιαίτερα επιστηµονικό τρόπο, θα
µπορούσατε να δέσετε ένα µικρού µήκους νήµα στο ßαρόµετρο και να το θέσετε σε
ταλάντωση σαν εκκρεµές, πρώτα στο έδαφος και µετά στην ταράτσα του ουρανοξύστη. Το ύψος θα µπορούσε να ßρεθεί µετρώντας και συγκρίνοντας τις δύο
περιόδους, οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες των τετραγωνικών ριζών των
επιταχύνσεων της ßαρύτητας στο έδαφος και στο ύψος του ουρανοξύστη. Η επιτάχυνση της ßαρύτητας εξαρτάται µε τη σειρά της από το ύψος από την επιφάνεια της γης και συνεπώς γνωρίζοντας την επιτάχυνση της ßαρύτητας στην ταράτσα
ßρίσκουµε το ζητούµενο ύψος».

«Α!»είπε πάλι ο φοιτητής, «Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, όχι κακός: Αν ο ουρανοξύστης διαθέτει εξωτερική σκάλα κινδύνου, θα ήταν ευκολότερο να ανεßεί κανείς τη σκάλα ßάζοντας διαδοχικά σηµάδια επαναλαµßάνοντας το µήκος του ßαρόµετρου.
Μετά θα ήταν εύκολο να υπολογίσει το ύψος του ουρανοξύστη προσθέτοντας όλα αυτά τα µήκη.
Αλλά, αν απλώς θα θέλατε να είστε ιδιαίτερα ßαρετός δίνοντας µια ορθόδοξη απάντηση, θα µπορούσατε να µετρήσετε την ατµοσφαιρική
πίεση στην ταράτσα και στο έδαφος και να µετατρέψετε τη διαφορά των millibars σε ανάλογη διαφορά σε µέτρα.»

«Όµως, επειδή ως φοιτητές παροτρυνόµαστε συνέχεια να ασκούµε την
ανεξαρτησία του µυαλού µας και να εφαρµόζουµε επιστηµονικές µεθόδους,
αναµφίßολα ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να χτυπήσουµε την πόρτα του θυρωρού και να του πούµε:



Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

ΜΙΑ ΝΥΦΗ ΚΑΙ ΤΙ ΝΥΦΗ !!!!!!


Δεσποινίς

30 ετών,!!!!!

Δικηγόρος με δικό της γραφείο στη Θεσσαλονίκη

Λιγομίλητη,

Ευγενική,

Άριστη μαγείρισσα,

Θερμή στο κρεβάτι,

400 πρόβατα

200 γίδια

100 στρέμματα με 800 ρίζες ελιές στο Αγιονέρι Κιλκίς

1 διαμέρισμα 120 m2 στην Άνω Τούμπα

1 διαμέρισμα 130 m2 στην Ηλιούπολη

1 Μονοκατοικία 220 m2 με αυλή 500 m2 στα Γρεβενά

1 Μεζονέτα τρίπατη 210 m2 με εσωτερική πισίνα, στον Μαρμαρά Χαλκιδικής

250.000 ευρώ μετρητά

800 χρυσές λίρες

1 Jeep Cherokee μοντέλο 2005

1 Mercedes SLK μοντέλο 2004 β’

1 ταχύπλοο με μηχανή ΥΑΜΑΗΑ 250 ΗΡ,

ζητεί νέο έως 45 ετών με σκοπό τον γάμο.

Παρατίθεται φωτό.












Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια πολύ άσχημη πόλη. Βία, εγκλήματα,

κυκλοφοριακό, ατυχήματα, ναρκωτικά, βρωμιά και γκρίζοι δυστυχισμένοι πολίτες.
Και δεν ήταν καμιά μικρή πόλη, είχε έξι μύρια κατοίκους που είχαν
παραδοθεί
εντελώς στην μαυρίλα. Ένα πρωί, ο διευθυντής του Πανεπιστημίου της
πόλης που
ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος, εκεί που πήγαινε στη δουλειά του και
βλέποντας
την κατάντια της πόλης του, πήρε μια πολύ κουφή απόφαση. Δήλωσε την
παραίτησή
του στο Πανεπιστήμιο, λέγοντας πως ήθελε να διευρύνει την διδασκαλία
του και
στα έξι εκατομμύρια κατοίκους. Στους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο, ο
καθηγητής
αυτός ήταν γνωστός για τους περίεργους τρόπους διδασκαλίας του. Για
παράδειγμα,
μια φορά που επικρατούσε χάβρα στο μάθημα, κατάφερε να επαναφέρει την
τάξη
κατεβάζοντας τα βρακιά του. Γενικά δηλαδή, εφεύρισκε αστείους και
εντελώς
ανορθόδοξους τρόπους για να πετυχαίνει το σκοπό του και περιέργως,
πάντα τα
κατάφερνε
. Για την προεκλογική καμπάνια του λοιπόν, φόρεσε μια στολή
σούπερμαν,
αυτοχρίστηκε 'υπερπολίτης' και αμολύθηκε στους δρόμους βάζοντας
ταυτόχρονα
υποψηφιότητα για δήμαρχος. Έφερε πολύ γέλιο στον κόσμο αλλά επειδή όπως
έλεγαν,
είχε αρκετά ειλικρινή φάτσα, τον ψήφισαν. Ο καινούργιος δήμαρχος όμως
δεν είχε
καμία σχέση με τους προηγούμενους. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προσλάβει
20
μίμους και να τους σκορπίσει στους δρόμους της πόλης. Η δουλειά τους
ήταν να
χλευάζουν όσους παραβίαζαν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Σιγά, θα μου
πείτε.
Οι πολίτες όμως (που εννοείται στα τέτοια τους οι κανόνες οδικής
συμπεριφοράς),
άρχισαν να συμμορφώνονται γιατί αποδείχτηκε πως τους πείραζε πολύ
περισσότερο η
δημόσια κοροϊδία, παρά τα πρόστιμα. Αμέσως μετά, βγήκε σε διάφορες
τηλεοπτικές
εκπομπές και έκανε ντους κατατσίτσιδος live, κλείνοντας την παροχή
νερού ενώ
σαπουνιζόταν, για να δείξει στους πολίτες πώς μπορούν να εξοικονομούν
νερό. Και
βουαλά! Η κατανάλωση νερού αμέσως έπεσε.Όρισε Ημέρα Γυναίκας όπου οι
άντρες θα
φρόντιζαν τα παιδιά και οι γυναίκες θα έβγαιναν βόλτα στην πόλη. Αυτό,
ήταν
ανήκουστο γιατί η συγκεκριμένη πόλη ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος τα
βράδια, ενώ
οι γυναίκες δεν έβγαιναν βόλτες σχεδόν ποτέ ως τότε.. 700.000 γυναίκες
γέμισαν
τους δρόμους πανηγυρίζοντας ενώ ακόμη και o αρχηγός της αστυνομίας ήταν
γυναίκα
εκείνο το βράδι. Το καλύτερο; Μοίρασε στους πολίτες ταμπέλες με thumbs
up και
thumbs down για να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν δημόσια τις πράξεις
των
συμπολιτών τους. Πράγμα φυσικά που δεν έχασαν την ευκαιρία να το
ξεφτιλίσουν
δεόντως αλλά όλως περιέργως, ειρηνικά. Το ομαδικό κράξιμο ήταν ό,τι
έπρεπε
τελικά. Γενικώς σκαρφιζόταν αστείες ή περίεργες καμπάνιες για κάθε τί
που ήθελε
να πετύχει, όπως όταν ζήτησε να του τηλεφωνήσει (στο προσωπικό του
γραφείο
μάλιστα) όποιος πολίτης συναντούσε έστω κι έναν υποδειγματικό ταξιτζή.
Σύντομα,
150 τηλεφωνήματα συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί ομάδα ταξιτζίδων που ο
δήμαρχος
ονόμασε Ιππότες της Ζέβρας (αχαχχχ) και είχαν την προσωπική του
υποστήριξη.
Ίδρυσε επίσης ταμείο εθελοντικών φόρων για όσους ήθελαν να δώσουν
παραπάνω
χρήματα (!) στο δημοτικό ταμείο. Φυσικά και μάζεψε χρήματα. Τέλος,
προσπαθώντας
να δείξει πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη ζωή, ζωγράφισε αστέρια σε
κάθε
σημείο θανάτου από τροχαίο στην πόλη, πράγμα εξαιρετικά έξυπνο γιατί το
αποτέλεσμα ήταν πανέμορφο αλλά και ιδιαίτερα σοκαριστικό.


Όχι, δεν είναι παραμύθι.

Πρόκειται για τον Κολομβιανό Antanas Mockus, τον δήμαρχο της
Μποκοτά το 1993. Μετά το πέρας της θητείας του, ο παράξενος αυτός δήμαρχος,
ξεκίνησε διαλέξεις αναλύοντας τα συμπεράσματά του από το κοινωνικό του πείραμα.
Ένα από τα συμπεράσματά του είναι πως η γνώση δίνει δύναμη αρκεί να καταφέρεις
να τη μεταδώσεις μέσω της τέχνης, του χιούμορ και της δημιουργικότητας. Μόνο
έτσι οι άνθρωποι αποδέχονται τις αλλαγές.Όλο το άρθρο και τα αποτελέσματα των
πρακτικών του σε νούμερα, εδώ:
http://www.hno.harvard.edu/gazette/2004/03.11/01-mockus.html
Από το BLOG τις X-PSILIKATZO: http://xpsilikatzoy.wordpress.com/

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

ΜΙΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

H ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ είναι μια κανονική, πολύ αγαπημένη οικογένεια.

Είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, η αγαπημένη μου μαμά, ο αγαπημένος μου
αδερφός και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά και ο αγαπημένος μου
παππούς.

Τον αγαπημένο μου μπαμπά, δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη

δουλειά και γυρίζει τα μεσάνυχτα. Δηλαδή, κανονικά γυρίζει στις 7:00

μ.μ., αλλά κάνει και πέντε ώρες γύρω γύρω το τετράγωνο μέχρι να βρει να
παρκάρει.
Και όταν έρχεται, δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου δε μοιάζει με
τους μπαμπάδες των διαφημίσεων, που μπαίνουν μέσα με δωράκια και
σοκολάτες και τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του και αυτός γελάει και τα
στριφογυρίζει ψηλά. Εμάς λέει: «Άι σιχτίρι, το κωλοκράτος μου μέσα», και
βροντάει τα κλειδιά στο συρτάρι.

Την αγαπημένη μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης, γιατί κι αυτή δουλεύει, αλλά

έρχεται σπίτι με το λεωφορείο. Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει,

μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά που δεν πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ

μάρκετ. Και δε μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες των διαφημίσεων, γιατί δε

μαγειρεύει βαμμένη ούτε με ψηλοτάκουνα.

Κι όταν λερώσουμε το μπλουζάκι με σοκολάτες, δε γελάει χαρούμενη που έχει
το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας λέει: «Ε, βέβαια. Άμα έχετε τη δουλάρα.
Άντε βγάλε το, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ, λέμε, την τύχη μου, που στραβώθηκα και
τον παντρεύτηκα».

Τον αγαπημένο μου αδερφό δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί λείπουμε και οι δυο
στο σχολείο και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και μετά κλείνεται στο
δωμάτιό του και μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά ψάχνει γυμνές
κυρίες και μετά τις βρίσκει και μετά χαίρεται.

Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, ο αδερφός μου κι εγώ είμαστε μια πολύ
αγαπημένη οικογένεια και κάθε Κυριακή μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο
οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο το χρόνο να τσακωθούμε μεταξύ
μας.

Ο μπαμπάς μαλώνει τον αδερφό μου, που δε διαβάζει αρκετά, και μετά
μαλώνει εμένα, που δεν τρώω τα παντζάρια. Και μετά η μαμά μαλώνει τον

μπαμπά μου, γιατί μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό», λέει. Και μετά

η μαμά μου μαλώνει τον αδερφό μου, που πετάει τα μποξεράκια του στη μοκέτα

κι έχει και τη μέση της, και μετά μαλώνει εμένα, που θέλω να μου πάρουνε

κινητό. Και μου λέει: «Έκανε κι η μύγα κώλο και ζητάει κινητό».

Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει κινητό που είναι και 27 μέρες
μικρότερη;». Και η μαμά μου, μου λέει: «Δε με νοιάζει τι κάνει η Ευαγγελία,

εμένα με νοιάζει τι κάνει το δικό μου το παιδί». Και φωνάζει και ο μπαμπάς της
λέει: «Τώρα που ουρλιάζεις εσύ δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;» Και η μαμά του

λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση κάνουμε». Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Ναι,

έχεις δίκιο. Μπορεί στο ισόγειο να μη σε άκουσαν».

Και η μαμά του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου 'λεγα τώρα».

Και δεν του λέει. ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δε μιλάει για πολλή ώρα.. Κι ακούγονται

μόνο τα πιρούνια, τα μαχαίρια και ο αδερφός μου, που κάνει «κλάπα κλούπα»

με τη γλώσσα του.. Και η μαμά του λέει: «Δεν μπορείς να φας σαν άνθρωπος;».

Και ο αδερφός μου της λέει: «Σαν άνθρωπος τρώω». Και η μαμά μου του λέει:

«Θα σε καλέσουν σε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουμε».

Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Μπορείς να σταματήσεις μια στιγμή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α,

αυτό το μπουρ μπουρ μπουρ μες στο αφτί μου. Έλεος, δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!».
Και η μαμά μου λέει: «Δε φτάνει που έχω γίνει χίλια κομμάτια να σας
υπηρετώ όλους εδώ μέσα, μια καλή κουβέντα να ακούσω, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α». Και ο
μπαμπάς μου της λέει: «Έριξες πολύ αλάτι, λύσσα το έκανες». Και η μαμά
τού λέει: «Ορίστε, εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι».

Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαμε βόδι και μας το πήρανε;».. Και ο αδερφός μου,
μου λεει: «Είσαι μ@λακισμένο». Κι εγώ βάζω τα κλάματα και λεω: «Με λέει

μ@λακισμένο». Και ο μπαμπάς μου του λεει: «Μη λες την αδερφή σου μ@λακισμένο».

Και ο αδερφός μου λέει: «Αφού είναι».

Και η μαμά μου λέει: «Και δε θέλω να ακούω τέτοιες λέξεις εδώ μέσα». Κι ο
αδερφός μου της λέει: «Όταν τις λέει ο μπαμπάς, είναι καλά;». Και η μαμά
μου λέει στον μπαμπά μου: «Ορίστε, είδες το παράδειγμα που δίνεις στα
ίδια σου τα παιδιά». Και ο μπαμπάς μου λέει: «Μια μπουκιά δεν μπορούμε να
φαρμακώσουμε σε αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α»

Και η μαμά μου του λέει: «Τι μπουκιά, εσύ δεν είπες είναι λύσσα; Κι άμα
δεν σου αρέσει, να πας να σου μαγειρεύει η Βιβή». Κι εγώ λέω: «Ποια είναι
η Βιβή;». Και η μαμά λέει: «Ποια είναι η Βιβή, Μανόλη; Πες στο παιδί σου,
στο σπλάχνο σου, στην κόρη σου ποια είναι η Βιβή, Μανόλη;»

Και ο πατέρας μου λέει:«Η κυρία Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος και η
μάνα σας είναι μια τρελή γυναίκα». Και η μαμά λέει: «Γι αυτό γυρίζουμε
μεσάνυχτα, Μανόλη; Επειδή η Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος, Μανόλη;».
Και ο μπαμπάς λέει: «Γυρίζουμε μεσάνυχτα, διότι τα μεσάνυχτα βρίσκουμε να
παρκάρουμε. Άντε να δούμε πού θα φτάσει ο πληθωρισμός πια».

Και η μαμά μου του λεει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου
έλεγα εγώ».. Και ο μπαμπάς της λέει: «Τι θα μου έλεγες εσύ;». Και η μαμά
του λέει: «Το δισάκι μου στον ώμο, για το δρόμο, για το δρόμο, αυτό θα
σου έλεγα εγώ».
Κι εγώ λέω: «Έγινε η βροχή χαλάζι, δε με νοιάζει, δε με νοιάζειειειειει».
Και ο μπαμπάς και η μαμά μου λένε: «ΣΤΑΜΑΤΑ!». Και σταματάω.
ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΛΙ μια σιωπή, «ντράγκα ντούγκα» τα πιρούνια. Και ο αδερφός
μου λέει: «Έφαγα, πάω μέσα!». Και ο μπαμπάς μου του λέει: «Δεν έχει να πας
πουθενά. Τώρα τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια». Και η μαμά μου του λέει:
«Έχει δίκιο ο πατέρας σου, να κάτσεις εκεί που κάθεσαι, σαν αγαπημένη

οικογένεια». Και καθόμαστε όλοι εκεί που καθόμαστε αγαπημένοι!

κείμενο της Έλενας Ακρίτα