H ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ είναι μια κανονική, πολύ αγαπημένη οικογένεια.
Είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, η αγαπημένη μου μαμά, ο αγαπημένος μου
αδερφός και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά και ο αγαπημένος μου
παππούς.
Τον αγαπημένο μου μπαμπά, δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη
δουλειά και γυρίζει τα μεσάνυχτα. Δηλαδή, κανονικά γυρίζει στις 7:00
μ.μ., αλλά κάνει και πέντε ώρες γύρω γύρω το τετράγωνο μέχρι να βρει να
παρκάρει.
Και όταν έρχεται, δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου δε μοιάζει με
τους μπαμπάδες των διαφημίσεων, που μπαίνουν μέσα με δωράκια και
σοκολάτες και τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του και αυτός γελάει και τα
στριφογυρίζει ψηλά. Εμάς λέει: «Άι σιχτίρι, το κωλοκράτος μου μέσα», και
βροντάει τα κλειδιά στο συρτάρι.
Την αγαπημένη μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης, γιατί κι αυτή δουλεύει, αλλά
έρχεται σπίτι με το λεωφορείο. Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει,
μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά που δεν πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ
μάρκετ. Και δε μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες των διαφημίσεων, γιατί δε
μαγειρεύει βαμμένη ούτε με ψηλοτάκουνα.
Κι όταν λερώσουμε το μπλουζάκι με σοκολάτες, δε γελάει χαρούμενη που έχει
το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας λέει: «Ε, βέβαια. Άμα έχετε τη δουλάρα.
Άντε βγάλε το, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ, λέμε, την τύχη μου, που στραβώθηκα και
τον παντρεύτηκα».
Τον αγαπημένο μου αδερφό δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί λείπουμε και οι δυο
στο σχολείο και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και μετά κλείνεται στο
δωμάτιό του και μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά ψάχνει γυμνές
κυρίες και μετά τις βρίσκει και μετά χαίρεται.
Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, ο αδερφός μου κι εγώ είμαστε μια πολύ
αγαπημένη οικογένεια και κάθε Κυριακή μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο
οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο το χρόνο να τσακωθούμε μεταξύ
μας.
Ο μπαμπάς μαλώνει τον αδερφό μου, που δε διαβάζει αρκετά, και μετά
μαλώνει εμένα, που δεν τρώω τα παντζάρια. Και μετά η μαμά μαλώνει τον
μπαμπά μου, γιατί μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό», λέει. Και μετά
η μαμά μου μαλώνει τον αδερφό μου, που πετάει τα μποξεράκια του στη μοκέτα
κι έχει και τη μέση της, και μετά μαλώνει εμένα, που θέλω να μου πάρουνε
κινητό. Και μου λέει: «Έκανε κι η μύγα κώλο και ζητάει κινητό».
Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει κινητό που είναι και 27 μέρες
μικρότερη;». Και η μαμά μου, μου λέει: «Δε με νοιάζει τι κάνει η Ευαγγελία,
εμένα με νοιάζει τι κάνει το δικό μου το παιδί». Και φωνάζει και ο μπαμπάς της
λέει: «Τώρα που ουρλιάζεις εσύ δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;» Και η μαμά του
λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση κάνουμε». Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Ναι,
έχεις δίκιο. Μπορεί στο ισόγειο να μη σε άκουσαν».
Και η μαμά του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου 'λεγα τώρα».
Και δεν του λέει. ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δε μιλάει για πολλή ώρα.. Κι ακούγονται
μόνο τα πιρούνια, τα μαχαίρια και ο αδερφός μου, που κάνει «κλάπα κλούπα»
με τη γλώσσα του.. Και η μαμά του λέει: «Δεν μπορείς να φας σαν άνθρωπος;».
Και ο αδερφός μου της λέει: «Σαν άνθρωπος τρώω». Και η μαμά μου του λέει:
«Θα σε καλέσουν σε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουμε».
Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Μπορείς να σταματήσεις μια στιγμή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α,
αυτό το μπουρ μπουρ μπουρ μες στο αφτί μου. Έλεος, δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!».
Και η μαμά μου λέει: «Δε φτάνει που έχω γίνει χίλια κομμάτια να σας
υπηρετώ όλους εδώ μέσα, μια καλή κουβέντα να ακούσω, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α». Και ο
μπαμπάς μου της λέει: «Έριξες πολύ αλάτι, λύσσα το έκανες». Και η μαμά
τού λέει: «Ορίστε, εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι».
Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαμε βόδι και μας το πήρανε;».. Και ο αδερφός μου,
μου λεει: «Είσαι μ@λακισμένο». Κι εγώ βάζω τα κλάματα και λεω: «Με λέει
μ@λακισμένο». Και ο μπαμπάς μου του λεει: «Μη λες την αδερφή σου μ@λακισμένο».
Και ο αδερφός μου λέει: «Αφού είναι».
Και η μαμά μου λέει: «Και δε θέλω να ακούω τέτοιες λέξεις εδώ μέσα». Κι ο
αδερφός μου της λέει: «Όταν τις λέει ο μπαμπάς, είναι καλά;». Και η μαμά
μου λέει στον μπαμπά μου: «Ορίστε, είδες το παράδειγμα που δίνεις στα
ίδια σου τα παιδιά». Και ο μπαμπάς μου λέει: «Μια μπουκιά δεν μπορούμε να
φαρμακώσουμε σε αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α»
Και η μαμά μου του λέει: «Τι μπουκιά, εσύ δεν είπες είναι λύσσα; Κι άμα
δεν σου αρέσει, να πας να σου μαγειρεύει η Βιβή». Κι εγώ λέω: «Ποια είναι
η Βιβή;». Και η μαμά λέει: «Ποια είναι η Βιβή, Μανόλη; Πες στο παιδί σου,
στο σπλάχνο σου, στην κόρη σου ποια είναι η Βιβή, Μανόλη;»
Και ο πατέρας μου λέει:«Η κυρία Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος και η
μάνα σας είναι μια τρελή γυναίκα». Και η μαμά λέει: «Γι αυτό γυρίζουμε
μεσάνυχτα, Μανόλη; Επειδή η Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος, Μανόλη;».
Και ο μπαμπάς λέει: «Γυρίζουμε μεσάνυχτα, διότι τα μεσάνυχτα βρίσκουμε να
παρκάρουμε. Άντε να δούμε πού θα φτάσει ο πληθωρισμός πια».
Και η μαμά μου του λεει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου
έλεγα εγώ».. Και ο μπαμπάς της λέει: «Τι θα μου έλεγες εσύ;». Και η μαμά
του λέει: «Το δισάκι μου στον ώμο, για το δρόμο, για το δρόμο, αυτό θα
σου έλεγα εγώ».
Κι εγώ λέω: «Έγινε η βροχή χαλάζι, δε με νοιάζει, δε με νοιάζειειειειει».
Και ο μπαμπάς και η μαμά μου λένε: «ΣΤΑΜΑΤΑ!». Και σταματάω.
ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΛΙ μια σιωπή, «ντράγκα ντούγκα» τα πιρούνια. Και ο αδερφός
μου λέει: «Έφαγα, πάω μέσα!». Και ο μπαμπάς μου του λέει: «Δεν έχει να πας
πουθενά. Τώρα τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια». Και η μαμά μου του λέει:
«Έχει δίκιο ο πατέρας σου, να κάτσεις εκεί που κάθεσαι, σαν αγαπημένη
οικογένεια». Και καθόμαστε όλοι εκεί που καθόμαστε αγαπημένοι!
κείμενο της Έλενας Ακρίτα